BIBLIOTHECA AUGUSTANA

 

Alexandros kai Semiramis

saec. XIV p. Chr. n.

 

Ἀλέξανδρος καὶ Σεμίραμις

 

Textus:

Die Erzählung von Alexander und Semiramis: kritische Ausgabe

mit einer Einleitung, Übersetzung und einem Wörterverzeichnis

ed. Ulrich Moennig, Berlin: de Gruyter 2004

(Versio B: codex Meteora Barlaam 197, fol. 81r-102v)

 

______________________________________________________________

 

 

 

 

Διήγησις Αλεξάνδρου μετὰ Σεμίραμης

βασίλισσας Συρίας περὶ τῶν ἕνδεκα ἐρωτημάτων

 

κουσον πάλιν νὰ σὲ εἰπῶ λόγον περί ἀγάπης,

τὸ τί ἐποῖκεν κάποτες ὁ πόθος τῆς ἀγάπης,

τῶν Συριανῶν βασίλισσας, Σεμίραμης ἐκείνης.

Ἦτον ὡραία, πανεύμορφος, τοῦ κόσμου ἐξηρημένη,

5

τὸ πρόσωπον ὡς ἥλιος, μέτωπον ὡς φεγγάριν,

ὡς ἀστραπὴ τὰ ᾽μμάτια, φρύδια ὡς δοξάριν·

ἡ μύτη ἦτον χυμευτή, μάγουλα ὡς τὸ ῥόδον,

τὰ χείλη ὡς κιννάβαριν, λεφτόκαρον τὸ στόμα·

τράχηλον εἶχε τουρνευτόν, δόντια μαργαριτάριν,

10

στ᾽ ἀφτία σκουλαρίκια, λιθάριν λυχνιτάρι·

δάκτυλα εἶχεν εὔμορφα, λεπτὰ γοιὸν τὸ κονδύλι,

ἡ μέση τῆς νὰ ἔβλεπες γοιὸν τὸ δακτυλίδι·

περιπατησίαν εὔμορφην, ὡσὰν τὸ περιστέριν,

ὡς κυπαρίσσιν τό κορμί, φωνὴν ὡσὰν ἀηδόνι.

15

Δόξα τὸν ἄνω Ποιητὴν ὁποὺ ἔπλασεν τοιαύτην,

νέαν τε καὶ πανεύμορφην, τὴν δὲν ἐφάν᾽ εἰς κόσμον.

Φουσάτα εἶχεν πλήθια, ὡσὰν καλὸς αὐθέντης.

 

Ὅρισεν καὶ γεφέντησεν εἰς ὅλα τῆς τὰ κάστρη·

«Ὅποιος νέος νὰ ἐλθῆ καὶ νὰ ἀνατρανίση,

20

λόγον ἕναν νὰ τὸν εἰπῶ καὶ νὰ τὸν διάλυση,

Συρίας αὐθέντης νὰ γενῆ καὶ ἐδικός μου αὐθέντης·

εἰ δὲ καὶ δὲν διαλύση τὸν λόγον μου ὡς πρέπει,

στοίχημα βάνω μετ᾽ αὐτόν, τὴν κεφαλήν του κόψω,

μέσα εἰς τοὺς γραμματικοὺς καὶ εἰς ὅλον τ᾽ἀρχοντολόγι.»

25

Καὶ ἔχασεν γὰρ πολλὰ παιδία τῶν ἀρχόντων.

 

Ἀλέξανδρος γὰρ ὁ βασιλεύς, πόλεμον ποιήσας,

μὲ Δάριον τὸν βασιλεύ, κι ἐκεῖνος ἐκνικήσας,

ὅτ᾽ εἶχε φουσάτα πάμπολλα καὶ ἐκούρσευσαν τοὺς τόπους –

Ἀλέξανδρος ἔφυγεν κρυφά, διὰ νὰ μὴν τὸν πιάσουν,

30

καὶ τὰ μεσάνυκτα ᾽φυγεν γυμνὸς καὶ ἀναμαλλιάρης·

31

πενήντα ἠμέρες ἔφευγεν νύκτα καὶ τὴν ἡμέραν,

31a

φαγὶν οὐχ ηὖρεν διὰ νὰ φᾶ ἐκείνας τὰς ἡμέρας,

31b

μόνον βοτάνιν ἄγριον καὶ κορυφὰς τῶν δένδρων.

Καὶ ἀναστενάζει, θλίβεται, κλαίει γὰρ καὶ λυπᾶται,

ἐθυμήθη τὴν βασιλείαν του καὶ ὅλα του τὰ κάστρη,

καὶ ἀναστέναξεν πολλὰ ἐξ ὅλης τῆς καρδίας.

 

35

Ἡ νύκτα ἐδιάβηκεν, ἔφθασεν ἡ ἡμέρα.

Ἐσηκώθη ὁ Ἀλέξανδρος, ἐπέρασεν τὸν Εὐφράτην,

ηὖρεν τοπάριν εὔμορφον καὶ ἀπάνω του καθέζει.

Ἄκουσον πάλιν, τέκνον μου, δύναμιν τοῦ Κυρίου.

Σηκώνεται καὶ θεωρεῖ, βλέπει τόπον πεδίου,

40

καὶ τὸ ποτάμιν ἔτρεχε καὶ ῥευματεῖ καὶ πάγει·

καὶ χάσκοντας τὸν ποταμὸν βλέπει ἕνα γεράκι.

Ἔρχεται εἰς τὸ χέρι του σύντομα καὶ καθίζει,

εἶχεν εἰς τὰ ποδάρια ὁλόχρυσα κουδούνια.

Ἥπλωσεν δὲ ὁ βασιλεύς, πιάνει τὸ γεράκι.

 

 

Ἱστορία του γερακίου

 

45

Καὶ μετ᾽ ὀλίγον θεωρεῖ, ἔφθασεν εἷς ἀράπης,

ἔρχεται γοῦν καὶ λέγει του: «Ποῦ τὸ ᾽βρες τὸ γεράκι;

Αὐτὸ γὰρ εἶναι τοῦ αὐθεντὸς ὁποὺ κρατεῖ τὸ Κάερος·

ἔχασε καὶ λυπτεῖται τό κι εἶναι πολλὰ θλιμμένος.

Καὶ ἂν τὸ ὑπᾶς, αὐθέντη μου, ὅ τι θέλεις νὰ σοῦ δώση,

50

καὶ νὰ σὲ εὐχισθῆ πολλὰ καὶ νὰ σ᾽εὐχαριστήση.»

Τὸ νὰ τ᾽ ἀκούση ὁ βασιλεύς, περνᾶ καὶ πάγει πέρα,

ἐπῆρεν καὶ ἐπῆγεν τὸ εἰς τ᾽ αὐθεντὸς τὴν πόρταν.

Τὸ νὰ τὸν εἶδαν οἱ θυρωροί, ὑπᾶν εἰς τὸν αὐθέντην.

Ὁ αὐθέντης τὸ νὰ τὸν ἰδῆ, χαρὰ μεγάλη ᾽χάρη,

55

σηκώνεται, ἀπεζώνεται, τὰ ῥοῦχα του τὸν δίδει,

ἐφαγοπότισεν καλὰ καὶ ἄλογον τοῦ χαρίζει,

ἔνδυσεν γοῦν καὶ ἐπόδησεν καὶ ἔξοδον τὸν δίδει.

 

Ἐξέβη ὁ Ἀλέξανδρος, ἐπίασεν τὸν δρόμον·

ὁ δρόμος τὸν ἐξέβαλεν, εἰς τὴν Συρίαν φθάνει,

60

ἐκεῖ ὁποὺ εἶχεν τὸ σκαμνὶν ἐκείνη ἡ κουρτέσα.

Οὐ γὰρ γινώσκει ὁ βασιλεύς τὸ ποῦ νὰ κατοικήση,

ηὖρεν καὶ ἐκατήντησεν εἰς μίας γραίας σπίτι·

θυμᾶται γοῦν τὸ ἔπαθεν, κλαίει δὲ καὶ λυπᾶται.

Ἡ νύκτα ἐδιάβηκεν, ἔφθασεν ἡ ἡμέρα.

 

[...]