BIBLIOTHECA AUGUSTANA

 

Euripides

485/84 - 406/05 a. Chr. n.

 

Ἀλκμέων ὁ διὰ Ψωφῖδος

 

Textus:

Euripides, Sämtliche Tragödien und Fragmente

griechisch-deutsch

Band VI: Fragmente, Kyklop, Rhesos

ed. Gustav Adolf Seek

München: Artemis (Sammlung Tusculum), 1981

 

____________________________________________________________________

 

 

 

Ἀλκμέων ὁ διὰ Ψωφῖδος

 

 

65 (95)

{lyr} ἥκω δ᾽ ἀτενὴς ἀπ᾽ οἴκων

Hesych. 8048

 

66 (96)

οὐδὲ πυνθάνεσθε ταῦτ᾽, ὦ παρθένοι, τἀν τῆι πόλει;

Schol. Aristoph. equ. 1302

 

67 (117)

ὁ φόβος, ὅταν τις αἵματος μέλληι πέρι

λέγειν καταστὰς εἰς ἀγῶν᾽ ἐναντίον,

τό τε στόμ᾽ εἰς ἔκπληξιν ἀνθρώπων ἄγει

τὸν νοῦν τ᾽ ἀπείργει μὴ λέγειν ἃ βούλεται.

τῶι μὲν γὰρ ἔνι κίνδυνος, ὃ δ᾽ ἀθῶιος μένει.

ὅμως δ᾽ ἀγῶνα τόνδε δεῖ μ᾽ ὑπεκδραμεῖν·

ψυχὴν γὰρ ἆθλα κειμένην ἐμὴν ὁρῶ.

Stob. 3, 8, 12

 

68 (391)

Α· μητέρα κατέκταν τὴν ἐμήν, βραχὺς λόγος.

Β· ἑκὼν ἑκοῦσαν ἢ <οὐ> θέλουσαν οὐχ ἑκών;

Aristot. Eth. Nic. 1136a 13

 

69 (99)

μάλιστα μέν μ᾽ ἐπῆρ᾽ ἐπισκήψας πατήρ,

ὅθ᾽ ἅρματ᾽ εἰσέβαινεν εἰς Θήβας ἰών.

Comment. in Aristot. 20, 142

 

70 (100)

ὃς Οἰδίπουν ἀπώλεσ᾽, Οἰδίπους δ᾽ ἐμέ,

χρυσοῦν ἐνεγκὼν ὅρμον εἰς Ἄργους πόλιν.

Schol. Pindar Nem. 4, 20

 

71 (102)

αἷμα γὰρ σόν, μῆτερ, ἀπενίψατο

Anec. Oxon. Cramer 3, 134, 3

 

72 (103)

χαῖρ᾽, ὦ γεραιέ· τήν τε παῖδ᾽ ἐκδοὺς ἐμοὶ

γαμβρὸς νομίζηι καὶ πατὴρ σωτήρ τ᾽ ἐμός.

Phot. 2, 74, 4

 

73 (108)

ἀργαίνειν

Hesych. 7005

 

 

Ἀλκμέων ὁ διὰ Ψωφῖδος

Ἀλκμέων ὁ διὰ Κορίνθου

 

78 (120)

γυναῖκα καὶ ὠφελίαν

καὶ νόσον ἀνδρὶ φέρειν

μεγίσταν ἐδίδαξα τὠμῶι λόγωι.

Stob. 4, 22, 74

 

78a (97)

Α· ὡς &dagger;αμπελον, ὦ δύστηνε, σῶμ᾽ ἔχεις σέθεν.

Β· ἐν τοῖσδ᾽ ἄησιν καὶ θέρος διέρχομαι.

Phot. Berol. 39, 9

 

79 (101)

βροτοῖς τὰ μείζω τῶν μέσων τίκτει νόσους·

θεῶν δὲ θνητοὺς κόσμον οὐ πρέπει φέρειν.

Stob. 3, 22, 8

 

80 (119)

φεῦ <φεῦ>, τὰ μεγάλα μεγάλα καὶ πάσχει κακά.

Stob. 4, 8, 6

 

81 (118)

ταπεινὰ γὰρ χρὴ τοὺς κακῶς πεπραγότας

λέγειν, ἐς ὄγκον δ᾽ οὐκ ἄνω βλέπειν τύχης.

Stob. 3, 22, 24

 

82 (121)

τὰ τῶν τεκόντων ὡς μετέρχεται θεὸς

μιάσματα

Stob. 4, 25, 15

 

83 (107)

εἰ τοῦ τεκόντος οὐδὲν ἐντρέπηι πατρός

Prisc., Inst. gramm. 18, 211

 

84 (122)

ἢ τί πλέον εἶναι παῖδας ἀνθρώποις, πάτερ,

εἰ μὴ ἐπὶ τοῖς δεινοῖσιν ὠφελήσομεν;

Stob. 4, 25, 23

 

85 (104/396)

μέτεστι τοῖς δούλοισι δεσποτῶν νόσου.

Stob. 4, 19, 23

 

86 (105)

ἀλλ᾽ ἕρπ᾽ ἐς οἴκ[ους . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

μὴ τοῦ[τ᾽] ἐῃ [. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

ὑμῖν τ᾽ ἀπαυδ [ῶ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

εἴ τις λακοῦσα τ[. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

μή μ᾽ αἰτιᾶσθ[ε . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

ὅστις δὲ δούλῳ φωτὶ πιστεύει βροτῶν,

πολλὴν παρ᾽ ἡμῖν μωρίαν ὀφλισκάνει.

γλυκεια[. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

μαινομ[. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

ὑπὸ γαια . [. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

τέκνοισι[. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

8 vv.

λατρευ ἀλλὰ βίου [. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

PSI 1302, v. 6 sqq. = Nauck 86

 

87 (106)

γυναῖκες, ὁρμήθητε μηδ᾽ ἀθυμία

σχέθηι τις ὑμᾶς· ταῦτα γὰρ σκεθρῶς ὁρᾶν

ἡμᾶς ἀνάγκη τοὺς νομίζοντας τέχνην

Erotian. 81

 

87a (123)

ἀντιβαίνει

Phot. Berol. 146, 27