Menandros
344/43 - 292/91 a. Chr. n.
Κωμωιδίαι
|
|
____________________________________________________________
|
|
Κωνειαζόμεναι
· · · · · · · · · · · · · · · · ·[Α] ἆρ' ἐστὶ τοῦτ' ἐνύπν]ιον; (Β) εἰ καθεύδομεν.[ ] τάλαντα πένθ' ἅμα[ ] κόσμον. (Α) οὐκ ἐγρήγορα. | |
5 | (Β) [ τοὺς γ]άμους γ' ἤδη ποεῖ[ κροτ]ών. (Α) τί λέγεις; (Β) κροτών· ἐγὼ[ ] δειλινὸν παρῆν. (Α) τί οὖν;(Β) [ κ]αθήμενος λαλεῖ(Α) [ τίν]ι̣ ; (Β) Χαιρέαι. (Α) ποῦ; βούλομαι |
10 | [ ] (Β) [ ἐγγ]ύς τις ἐστὶν ἐξέδρα[ οἶσθ]α δήπου, δεξιᾶς·[ ]σιν. (-) ὄψομ' εἰσιών.λελοιδόρημ' ἄρ' ο]ὐ δικαίως τῆι Τύχηι·ὡς γὰρ τυφλὴν αὐτὴν κ]ακῶς εἴρηκά που, |
15 | νῦν δ' ἐξέσωσέ μ' ὡς ἔ]οιχ' ὁρῶσά τι.ἐπόνουν μὲν αὐτό]ς, τοῖς πόνοις δ' εἰργαζόμηνοὐδὲν πλέον· τούτ]ων γὰρ οὐκ ἂν ἐπέτυχον,εἰ μὴ συνέλαβεν.] ὥστε μηδεὶς, πρὸς θεῶν,πράττων κακῶς λίαν ἀθυμήσηι ποτέ· |
20 | ἴσως γὰρ ἀγαθοῦ τοῦτο πρόφασις γίνεται.
Fragmentum aliunde notum (Stob. Flor. 21, 2)
τὸ «γνῶθι σαυτόν» ἐστιν, ἂν τὰ πράγματαεἰδῆις τὰ σαυτοῦ καὶ τί σοι ποιητέον. |