BIBLIOTHECA AUGUSTANA

 

Kallimachos

ca. 300 - post 245 a. Chr. n.

 

Ἴαμβοι

 

Fontes:

Howald/Staiger

Pfeiffer

 

______________________________________________________________________________

 

 

 

Iambus I

Fragmentum 191

Ἀκούσαθ᾽ Ἱππώνακτος· οὐ γὰρ ἀλλ᾽ ἥκω

ἐκ τῶν ὅκου βοῦν κολλύβου πιπρήσκουσιν,

φέρων ἴαμβον οὐ μάχην ἀείδοντα

τὴν Βουπάλειον [.].νά.[. . .ἄ]νθρωπος

40

]. .β[                     ].ειν

ὦ]νδρες οἳ νῦν[          ]κέπφ[

κα]τηύλησθ᾽ οιμε[    Διω]νύσου

]τε Μουσέων .α[       ].Ἀπόλλωνος

ἐς τὸ πρὸ τείχευς ἱρὸν ἁλέες δεῦτε,

45

οὗ τὸν πάλαι Πάγχαιον ὁ πλάσας Ζᾶνα

γέρων λαλάζων ἄδικα βιβλία ψήχει.

]ι γὰρ ἐντὸς ου[

]άγη τις· η πολ[

]ντα βωμοί τ[

50

]ν πρὸς Ἅιδην[

ἄν]δρες ὁκόσοι βο[

]ηδοι Μοῦσα τ[

]νον ὅστις ἐμ[

]δε καὶ τὸν ὃς χ[

55

]ν ἑταίρην ατ[

ἴ]αμβον ὅστι[ς

].ώς τις τοὺς ν[

]άμετρα τοισ[

]ν ὅστις τηι[

60

π]ολλούς· ἐν[

ὤπολλον, ὧνδρες, ὡς παρ᾽ αἰπόλωι μυῖαι

ἢ σφῆκες ἐκ γῆς ἢ ἀπὸ θύματος Δελφ[οί,

εἰληδὸν [ἑς]μεύουσιν · ὦ Ἑκάτη πλήθευς.

ὁ ψιλοκόρςης τὴν πνοὴν ἀναλώσει

65

φυσέων ὅκως μὴ τὸν τρίβωνα γυμνώσηι.

σωπὴ γενέσθω καὶ γράφεσθε τὴν ῥῆσιν.

ἀνὴρ Βαθυκλῆς Ἀρκάς οὐ μακρὴν ἄξω,

ὦ λῶιστε μὴ ςίμαινε, καὶ γὰρ οὐδ᾽ αὐτός

μέγα σχολάζ[ω·] δ[ε]ῖ με γὰρ μέσον δινεῖν

70

φεῦ φ]εῦ Ἀχέρο[ντ]ος τῶν πάλαι τις εὐδαίμων

ἐγένετο, πά[ν]τα δ᾽ εἶχεν οἷσιν ἄνθρωποι

θεοί τε λευκὰς ἡμέρας ἐπίστανται.

ἤδη καθίκ[ειν οὗτ]ος ἡνίκ᾽ ἤμελλεν

ἐσ μακρὸν [. . . . .] καὶ γὰρ ε. . .ος ἔζωσε,

75

τῶν. . . . .[. . . .] τοὺς μὲν ἔνθα, τοὺς δ᾽ ἔνθα

ἔστησε τοῦ κλιντῆρος εἶχε γὰρ δεσμός

μέλλοντας ἤδη παρθένοις ἀλινδεῖσθαι.

μόλις δ᾽ ἐπά[ρας] ὡς πότης ἐπ᾽ ἀγκῶνα

. .]. . .ν ὁ Ἀρκ[ὰς κ]ἀνὰ τὴν στέγην βλέψας

80

.]. . .νοισ.[. . .]. .[

ἔ]πειτ᾽ ἔφ[ησε

«ὦ παῖδες ὦ ἐμαὶ τὠπιόντος ἄγκυραι

. .]. . .λο. .[

β]ούλεσθε ῥέξω[

85

ς]ὺν θεοῖσι καὶ.[.

. . . .]. .[

ἔπλευσεν ἐς Μίλητον· ἦν γὰρ ἡ νίκη

Θάλητος, ὅς τ᾽ ἦν ἄλλα δεξιὸς γνώμην

καὶ τῆς Ἀμάξης ἐλέγετο σταθμήσασθαι

90

τοὺς ἀστερίσκους, ἧι πλέουσι Φοίνικες.

εὗρεν δ᾽ ὁ Προυσέληνο[ς] αἰσίωι σίττηι

ἐν τοῦ Διδυμέος τὸν γέρ[ο]ντα κωνήιωι

ξύοντα τὴν γῆν καὶ γράφοντα τὸ σχῆμα,

τοὐξεῦρ᾽ ὁ Φρὺξ Εὔφορβος, ὅστις ἀνθρώπων

95

τρίγωνα καὶ σκαληνὰ πρῶτος ἔγραψε

καὶ κύκλον έπ[. . .]κἠδίδαξε νηστεύειν

τῶν ἐμπνεόντων· οἱ δ᾽ ἄρ᾽ οὐχ ὑπήκουσαν,

οὐ πάντες, ἀλλ᾽ οὓς εἶχεν οὕτερος δαίμων.

πρὸς δή [μ]ιν ὧδ᾽ ἔφησε.[

100

ἐκεῖ[νο] τοὐλόχρυσον ἐξ[ελὼν πήρης·

«οὑμὸς πατὴρ ἐφεῖτο τοῦ[το τοὔκπωμα

δοῦ[ναι], τίς ὑμέων τῶν σοφ[ῶν ὀνήιστος

τῶν ἑπτά· κἠγὼ σοὶ δίδωμ[ι πρωτῆιον.»

ἔτυψε δὲ] σκίπωνι τοὔδα[φος πρέσβυς

105

καὶ τ]ὴν ὑπήνην τἠτέρηι [καταψήχων

ἐξεῖπ[ε·] «τὴν δόσιν μὲν [

σὺ δ᾽ εἰ [το]κεῶνος μὴ λό[γοις ἀπειθήσεις,

Βίης [. . . . . . . . . . .]ειλ[

Σόλων· ἐκεῖνος δ᾽ ὡς Χίλων᾽ ἀπέστειλεν

110

πάλιν τὸ δῶρον ἐς Θάλητ᾽ ἀνώλισθεν

«Θάλης με τῶι μεδεῦντι Νείλεω δήμου

δίδωσι, τοῦτο δὶς λαβὼν ἀριστῆιον.»

ἀλλ᾽ ἢν ὁρῆι τις, «οὗτος Ἀλκμέων᾽ φήσει

καὶ «φεῦγε· βάλλει· φεῦγ᾽» ἐρεῖ «τὸν ἄνθρωπον.»

115

ἕκαστ[ο]σ αὐτὸν .[. .]α.αρθα κηρύσσει

ὡς υστ. . . .σιν οισ. . .κοτ. . . .. . . .

ὁ δ᾽ ἐξόπισθε Κω[ρ]υκαῖοσ ἐγχάσκει

τὴν γλῶσσαν ελων ὡς κύων ὅταν πίνηι,

καί φησι τοὐπι[. . . . . .]ς ἐκπλεύσ[

120

ε.τα[. .].[         ].αι.ηξει.[

τὰ τράχηλα γυμνάζει

]. . . . . .ουσκορ.μος

μαν]θάνοντες οὐδ᾽ ἄλφα

]. . .κονδύλωι καπηλεῦσ[αι

125

]. . . . . . .νι[.]ασυλλο.

]ουσερ.ρ. .οσω [πέ]πλον

]ηρ μοῦνος εἷλε τὰς [Μο]ύσας

].οι χλωρὰ σῦκα τρωγούσα[ς

]λου καὶ γέλωτος [

130

μὴ] πίθησθε· καὶ γὰρ η.[

]. . .ι τοῦ Χάρωνος ιν. . . .ν[

]ώλυε κἀποπλεῖν ὥρη

]ήσας ε[         ]τω κυσω